Το συνένζυμο Q10, είναι ένα λιποδιαλυτό μόριο που χρησιμοποιείται από τα κύτταρα του σώματος ώστε να παράγουν την ενέργεια που απαιτείται για να αναπτυχθούν και να παραμείνουν υγιή. Το σώμα χρησιμοποιεί το CoQ10 ως αντιοξειδωτικό, προστατεύοντας τα κύτταρα από χημικές ουσίες (ελεύθερες ρίζες) και διεγείροντας την επαναφορά της βιταµίνης Ε στην ενεργή της µορφή έπειτα από την αντίδραση της με μια ελεύθερη ρίζα. Έτσι, αποκτά αντιφλεγμονώδη δράση τροποποιώντας τα φλεγμονώδη γονιδιακά σήματα. Το συνένζυµο αυτό, μπορεί να απαντάται και ως Βιταμίνη Q10 ή ουβικινόνη. Το συνένζυμο Q10 έχει βρεθεί σε όλους τους ιστούς και τα όργανα του σώματος (π.χ. ήπαρ, νεφρά, πάγκρεας), με τις υψηλότερες συγκεντρώσεις στην καρδιά και τις χαμηλότερες στους πνεύμονες. Η δε λήψη του δεν απαιτεί συνταγογράφηση, αφού θεωρείται συμπλήρωμα διατροφής.

Το Q10 το παράγει ο οργανισμός µας αλλά το προσλαμβάνουμε κιόλας µέσω κάποιων τροφών. Η ενδογενής σύνθεση του Q10 εξαρτάται από την επάρκεια των αμινοξέων τυροσίνη και φαινυλαλανίνη αλλά και από την συµµετοχή 7 ακόµα βιταµινών και αρκετών ιχνοστοιχείων. Κάθε λοιπόν έλλειψη σε έναν από τους προδρόµους της σύνθεσης του Q10, µπορεί να οδηγήσει σε ανεπαρκή παραγωγή του.

Τέτοια φαινόµενα παρατηρούνται σε διατροφή χορτοφαγικού τύπου και στην τρίτη ηλικία, σε παρατεταµένη φαρµακευτική αγωγή µε στατίνες (φάρµακα που χορηγούνται σε υπερλιπιδαιµίες) και σε κάποια αντιδιαβητικά φάρμακα, τα οποία οδηγούν σε µείωση των επιπέδων Q10 του οργανισµού.

Η λήψη στατινών, συγκεκριμένα,  μπορεί να ωφελεί σε υπερλιπιδαιμίες – υψηλή χοληστερίνη, όμως παράλληλα μπορεί να δημιουργήσει μυοπάθειες και μυαλγίες, καθιστώντας κρίσιμη τη λήψη Q10 λόγω της προαναφερόμενης συμβολής του στα κύτταρα. Ορισμένα φάρμακα, όπως εκείνα που χρησιμοποιούνται για τη μείωση της χοληστερόλης, της αρτηριακής πίεσης ή των επιπέδων σακχάρου στο αίμα, μπορεί να μειώσουν τις επιδράσεις του CoQ10. Το CoQ10 μπορεί να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο το σώμα χρησιμοποιεί βαρφαρίνη (φάρμακο που αποτρέπει το πήγμα του αίματος) και ινσουλίνη. Λαμβάνοντας λοιπόν υπ’όψιν αυτά τα στοιχεία και ταυτόχρονα γνωρίζοντας πως η σύγχρονη διατροφή δυτικού τύπου παρέχει στον οργανισμό µας την ανεπαρκή ποσότητα των 5 mg Q10 ηµερησίως, η συµπληρωµατική χορήγηση του Q10 έχει βρεθεί τα τελευταία χρόνια στο στόχαστρο των ερευνητών, µε οµολογουµένως ελπιδοφόρα αποτελέσµατα έως σήµερα.

Παράλληλα, τα χαμηλά επίπεδα του Q10 μπορεί να σχετίζονται με τη σοβαρότητα της καρδιακής ανεπάρκειας, αφού οι ανεπάρκειες στο CoQ10 έχουν συσχετιστεί με την CVD (καρδιαγγειακά νοσήματα). Τα αναδυόμενα δεδομένα έχουν δείξει ότι οι βλαβερές συνέπειες των αντιδραστικών ειδών οξυγόνου (ελεύθερες ρίζες) αυξάνονται σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια. Από την άλλη, το συνένζυμο Q10, δεδομένης της αντιοξειδωτικής του δράσης, μπορεί να βοηθήσει στη μείωση αυτών των τοξικών επιδράσεων, οι οποίες βλάπτουν τα συστατικά των καρδιακών κυττάρων και διακόπτουν την κυτταρική σηματοδότηση.

Το συνένζυμο Q10 διαδραματίζει επίσης σημαντικό ρόλο στη σταθεροποίηση των ιόντων ασβεστίου στο μυοκάρδιο, που είναι απαραίτητα για τη διαδικασία της συστολής, και στην πρόληψη της κατανάλωσης μεταβολιτών απαραίτητων για τη σύνθεση ΑΤΡ (ενεργειακό νόμισμα του οργανισμού). Η ικανοποιητική συγκέντρωση του συνένζυμου Q10, λοιπόν, έχει αντίστροφη σχέση με τη σοβαρότητα της καρδιακής ανεπάρκειας. Επιπλέον, προστατεύει  την καρδιά από την τοξικότητα που προκαλείται από τη δοξορουμπικίνη, ένα χημειοθεραπευτικό φάρμακο.

Απαιτούνται, βέβαια, πιο μακροπρόθεσμες δοκιμές για τον προσδιορισμό της επίδρασης του CoQ10 σε καρδιαγγειακά συμβάντα, αλλά η πρόσληψη του σε μορφή συμπληρώματος σε οποιαδήποτε από τις ανωτέρω καταστάσεις, κρίνεται μείζονος σημασίας.

Δημήτριος Πέτσιος Msc

Κλινικός Διαιτολόγος- Αθλητικός Διατροφολόγος

Master Practitioner in Eating Disorders NCFED